ομοιόθετος

ομοιόθετος
-η, -ο
1. αυτός που έχει από ένα σημείο την ίδια απόσταση με ένα άλλο σώμα
2. φρ. «ομοιόθετα σχήματα»
μαθ. όρος τής επιπεδομετρίας με τον οποίο δηλώνονται όμοια σχήματα τα οποία βρίσκονται με όμοιο τρόπο σε ένα επίπεδο, ως προς κάποιο σημείο τού επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -θετος (< τίθημι), πρβλ. πρωτό-θετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Π. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομοιοθετικός — ή, ό [ομοιόθετος] ομοιόθετος …   Dictionary of Greek

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • ομοιοθεσία — Ο όρος χαρακτηρίζει μια ειδική ομοιότητα στο ευκλείδειο επίπεδο. Συγκεκριμένα πρόκειται για έναν μετασχηματισμό του ευκλείδειου επιπέδου στον εαυτό του με την εξής χαρακτηριστική ιδιότητα: αν Ρ, Q είναι δύο οποιαδήποτε σημεία του επιπέδου (Ρ ? Q) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”